Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρώω — Α άχρ. τ. ρήματος … Dictionary of Greek
ρώον — τὸ, Α [ῥώω] (κατά τον Θεόγνωστ.) «Τρώων οἶνος» … Dictionary of Greek